-
1 отдел
отделм1. τό τμήμα/ τό μέρος (книги):библнографический \отдел ἡ στήλη τής βιβλιογραφίας·2. (в учреждении) τό τμήμα:\отдел народного образования τό τμήμα Τής^ λαϊκής ἐκπαιδεύσεως· \отдел кадров ἡ διεύθυνση προσωπικού· начальник \отдела, заведующий \отделом ὁ τμηματάρχης. -
2 отдел
-а α.1. τμήμα, μέρος•историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.
2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•отдел кадров τμήμα προσωπικού•
справочный отдел γραφείο πληροφοριών.
3. κλάδος•отдел науки κλάδος επιστήμης.
|| στήλη•отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.
4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση. -
3 кадры
мн. τα στελέχη (πλ), το προσωπικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кадры
-
4 кадры
ка́др||ымн. τά στελέχη:руководящие \кадры τά καθοδηγητικά (или τά ἡγετικά) στελέχη· отдел \кадрыов τό τμήμα στελεχών, τό τμῆμα προσωπικοῦ. -
5 кадры
-ов πλθ. στελέχη στρατιωτικά(μόνιμα) ή εργατικά στελέχη.εκφρ.отдел кадров – τμήμα προσωπικού (επιχείρησης, εργοστασίου)• τμήμα πρόσληψης εργατών.